ουροπορφυρίνη

ουροπορφυρίνη
η
(βιοχ.) κοινή ονομασία ορισμένων ισομερών πορφυρινών που υπάρχουν σε μικρές ποσότητες στα φυσιολογικά ούρα και περιττώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”